Η εκκλησιά ήταν φτιαγμένη με ξύλα και λάσπη, στη μέση
ενός δάσους.
Οι πιστοί, κυρίως νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, είχαν έρθει από τα γύρω
χωριά τους. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων.
Για να έρθουν στο ταπεινό αυτό εκκλησάκι έπρεπε να περπατήσουν από τρεις έως
πέντε ώρες.
Η επιθυμία τους όμως να εκκλησιαστούν και να μεταλάβουν τα Άχραντα Μυστήρια, το
Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ήταν τόσο μεγάλη που αψηφούσαν
κάθε δυσκολία.
Έψαλαν τους ύμνους όλοι μαζί, με πολύ κατάνυξη και ευλάβεια. Ήταν τόσο υπέροχη
η μελωδία, που σου έδινε την εντύπωση πως έψαλλαν άγγελοι. Αλήθεια, μήπως δεν
ήταν άγγελοι επί γης που έψαλλαν τον ύμνο της αγάπης στον μοναδικό βασιλιά της
Αγάπης, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό!
Κρατούσα τα άγια Μυστήρια στα ταπεινά μου χέρια και η καρδιά μου χτυπούσε γοργά από συγκίνηση, σαν άκουγα τους παιδικούς χτύπους των αγγελικών καρδιών τους, που ζητούσαν από τον Κύριο να πλημμυρίσει το είναι τους με την χάρη του αγίου Πνεύματος και τον θεϊκό Του έρωτα!
Δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή πιο ωραίο, πιο υπέροχο, πιο μοναδικό πράγμα από το
να ακούς νεανικές φωνές να ζητούν με όλη τη δύναμη της καρδιάς τους, να γίνουν
μικρές φάτνες για το μικρό βρέφος Ιησού, που επρόκειτο σε λίγο να γεννηθεί στην
Βηθλεέμ.
Τι είχε να ζηλέψει, αλήθεια, η Βηθλεέμ από τις αγνές τούτες ψυχές, που με
λαχτάρα και πολύ θεϊκό έρωτα καρδιάς, ήταν διαθέσιμες να προσφέρουν την πιο
γλυκιά τρυφερή στοργή στον μικρό γλυκύ Ιησού!