Σύννεφα θλίψης μαύρα και
πολλά
μαζεύτηκαν πάνω απ’ την
πατρίδα μου τη γλυκιά
τον πόνο που δέρνει τα
σωθικά της να μεγαλώσουν
αφού και οι ύπουλοι φίλοι
αρνούνται να την στεριώσουν.
Σαν τη γριά γυναίκα στης φτώχειας του δρόμου περπατά
και συλλογίζεται την πείνα και την εξαθλίωση των παιδιών της
που αδύναμη, άρρωστη όπως είναι
δεν μπορεί να τα βοηθήσει πια.
Για λίγο στάρι της παίρνουν
το χωράφι και της υπόσχονται πολλά
με όρο στους αδυσώπητους φιλικούς
εχθρούς της να χαρίσει
ακόμα και τον ίδιο τόπο
που μεγάλωσε και περπατά.
Το πρώτο στάδιο της θλίψης
όπου να σαι τελειώνει
αλλά αλλοίμονο δεν φεύγει
οριστικά
να δεύτερο πιο μεγάλο, πιο
σκληρό και δακρυσμένο
φαίνεται στον ορίζοντα να
έρχεται ακόμα πιο βιαστικά.
Στο δεύτερο στάδιο της ταπείνωσης
της
θα την αμφισβητήσουν
ουσιαστικά
και με δόλο σατανικό οι
φιλικοί εχθροί της
να την τεμαχίσουν θέλουν
μυστικά.
Ευτυχώς που τα δάκρυα της θα
πιάσουν τόπο στον ουρανό
και θεία επέμβαση θα την
γλυτώσει από τον παμπόνηρο εχθρό.
Την δοκιμασία σου ετούτη
μόνη σου την προκάλεσες πατρίδα αγαπημένη
αφού εγκατέλειψες τον
Βασιλιά σου και σε ξένες αγάπες δόθηκες σαν πόρνη.
Αν γρήγορα μετανιώσεις και
τα γόνατα λυγήσεις
συγνώμη στον μοναδικό
προστάτη Θεό σου πεις
σύντομα τα σύννεφα από πάνω
σου θα περάσουν
και πάλι σαν βασιλοπούλα δοξασμένη
σε όλους θα φανείς.