Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

2. Ο παράδεισος της Αγγελικής (Σειρά: Η κατήχηση της Αγγελικής)



Το όνειρο της Αγγελικής

Η μικρή Αγγελική ήταν τόσο ενθουσιασμένη από όσα της διηγήθηκε η μαμά της για την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, που άργησε εκείνο το βράδυ να κοιμηθεί.
Το πρωί όταν ξύπνησε, σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβατάκι της και έτρεξε να αγκαλιάσει τη μανούλα της και να της δώσει ένα φιλάκι. Η μαμά της την αγκάλιασε γλυκά, την φίλησε στο κεφαλάκι της και την ρώτησε αν κοιμήθηκε καλά.
-Μανούλα μου, κοιμήθηκα τόσο ωραία σήμερα στην αγκαλιά του γλυκού μας Θεού, που δεν μπορώ να σου περιγράψω την ευτυχία μου!
-Χαίρομαι γλυκιά μου αγάπη που κοιμήθηκες τόσο ωραία.
-Μανούλα μου, όσα μου είπες χθες βράδυ για τον ουρανό, τη γη και όλα όσα έφτιαξε ο Θεός μας, τα έβλεπα στον ύπνο μου. Ήταν τόσο ωραία μανούλα.
-Τι είδες μωρό μου στον ύπνο σου και είσαι τόσο χαρούμενη;
-Να, μανούλα, είδα να γίνονται από τον καλό Θεούλη όλα αυτά που μου διηγήθηκες. Πιο πολύ όμως μανούλα χάρηκα όταν με πήρε στην αγκαλιά του και μου έδειξε τον παράδεισο. Τι ωραίος που ήταν μαμά! Είχε πολλά αγγελάκια που άστραφταν από φως και μου χαμογελούσαν. Είχε όμως και πολλούς ανθρώπους που έλαμπαν και αυτοί σαν τα αγγελάκια και ήταν μανούλα μου τόσο ευτυχισμένοι! Είχε και πολλά παιδάκια. Δεν ήθελα να φύγω καθόλου από εκεί! Παρακάλεσα τον καλό μας Θεό να μ’ αφήσει να μείνω εκεί μαζί με τα άλλα παιδάκια, αλλά μου είπε πως αυτό θα γίνει μια μέρα, όμως όχι τώρα. Μου είπε πως, αν είμαι καλό παιδί, μια μέρα θα πάω να μείνω μόνιμα εκεί. Και εγώ του είπα πως θα αγωνιστώ να είμαι καλό παιδί και να κάνω καλές πράξεις, όπως η μαμά μου και ο μπαμπάς μου, για να πάω στον παράδεισο. 
       -Τι άλλο του είπες καρδούλα μου;

-Του είπα μανούλα πως έχω και δυο αδελφάκια που τα αγαπώ πολύ, την Χριστίνα και τον Ιωσήφ, που θα θέλουν και αυτά να πάνε στον ωραίο του παράδεισο.
-Και τι σου απάντησε ο καλός Θεός μας;
-Ναι, μικρή μου Αγγελική, όταν κι εκείνα θα είναι καλά παιδιά και θα αγαπούν όλο τον κόσμο, θα τους φέρω όλους εδώ στον Παράδεισο μου. Να πεις σε όλους Αγγελική, πως έφτιαξα τον παράδεισο για όλα μου τα παιδιά που ζουν στη γη και θέλω να έρθουν όλοι, μα όλοι, εδώ. Επειδή όμως εδώ υπάρχει μόνο αγάπη και ειρήνη, θα φέρω εδώ τα παιδιά εκείνα που στη γη θα ζουν με αγάπη και γαλήνη στην καρδιά, κάνοντας καλό ο ένας στον άλλο. Αυτά μου είπε.
-Να τα πεις αυτά και στ’ αδελφάκια σου τότε Αγγελική μου.
-Μαμά, να τα πω και στις φίλες μου στο σχολείο;
-Και βέβαια μωρό μου, θα χαρεί πολύ ο καλός Θεός μας.
-Θα φάω τότε μαμά γρήγορα για να με πας νωρίτερα στο σχολείο σήμερα και να προλάβω να τους τα πω.
-Έχεις πολύ καιρό στα διαλλείματα να τους τα πεις καρδούλα μου. Αλλά, δεν μου είπες, του έδωσες ένα γλυκό φιλάκι του καλού Θεού μας, όπως ήσουν στην αγκαλιά του;
-Ναι μαμά μου, όμως και Εκείνος μου έδινε συνέχεια τόσα πολλά φιλάκια, που δεν ήθελα με τίποτε να φύγω από την αγκαλιά του. Ποτέ, μανούλα, δεν ένιωσα τέτοια ευτυχία και χαρά! Εσύ και ο μπαμπάς με αγαπάτε πολύ, μα η αγάπη που μου έδινε ο καλός Θεός μας ήταν τόσο μεγάλη που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη. Πόση ευτυχία και χαρά ένιωθα μανούλα μου κοντά του!
Η μαμά Σοφία άκουγε έκπληκτη όσα τις έλεγε ο μικρός της θησαυρός για το όνειρο που είδε. Πολλές φορές βούρκωνε από συγκίνηση και γέμιζαν τα μάτια της με δάκρυα χαράς. Ένιωθε πως δεν ήταν ένα απλό όνειρο αλλά μια μικρή αποκάλυψη του Θεού στο απλό και αθώο αγγελάκι της, με σκοπό να μάθουμε όλοι πόσο μας αγαπά ο Θεός και πόσο θέλει να πάμε όλοι στον παράδεισο του. Μα και η ίδια πήρε περισσότερο κουράγιο για να συνεχίσει με μεγαλύτερη επιθυμία τον δρόμο της αγάπης και της αρετής. Είναι ωραίο να ξέρεις πως στο τέλος του δρόμου αυτού σε περιμένει ο ουράνιος σου Πατέρας και Θεός για να σε κλείσει μέσα στην θεϊκή του αγκαλιά και να απολαύσεις τον υπέροχο παράδεισο του.  

Οι απορίες της Αγγελικής

Ενώ η μαμά Σοφία ετοίμαζε το πρωινό της Αγγελικής, η μικρούλα μας, συνεπαρμένη από το ωραίο όνειρο που είχε δει, σκεπτόταν συνέχεια τον παράδεισο μέσα στον οποίο είχε βρεθεί. Ήθελε τόσο πολύ να πάει μια μέρα εκεί, που ήταν αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να μην τον χάσει. Ήθελε να πάει εκεί όλος ο κόσμος και οι φίλες της. Ζούσε τόσο πολύ την ευτυχία που είχε νιώσει μέσα στην αγκαλιά του Θεού, που δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα μπορούσε κάποιος να μην θέλει να πάει εκεί. Ενώ λοιπόν έτρωγε ρώτησε την μαμά της:
-Μαμά, υπάρχουν παιδιά που δεν θέλουν να πάνε στον παράδεισο;
-Όχι, παιδί μου, όμως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι αλλά και παιδιά που δεν δείχνουν καλή διάθεση να ζήσουν όπως θέλει ο καλός μας Θεός και τον πικραίνουν πολύ με τα λάθη που κάνουν.  Έτσι, δεν μπορούν να πάνε εκεί.
-Γιατί δεν θέλουν να ζήσουν όπως θέλει ο καλός Θεός μας;
-Γιατί, απλά παιδί μου, δεν τον εμπιστεύονται σ’ αυτά που τους λέει και έτσι δεν θέλουν να υπακούσουν στις πατρικές του θεϊκές συμβουλές.
-Και γιατί, μανούλα, δεν εμπιστεύονται τον καλό Θεό μας;
-Επειδή δεν τον αγαπούν με όλη τους την καρδιά σαν Πατέρα και Θεό τους, με αποτέλεσμα να μην θεωρούν απαραίτητο να ακούσουν και τις συμβουλές του.
-Γιατί δεν τους μαλώνει τότε σαν μπαμπάς, όπως μαλώνει και εμένα ο δικός μου μπαμπάς όταν κάνω αταξίες;
-Ο Θεός, μωρό μου, θέλει ό,τι κάνουμε στη ζωή μας, να το κάνουμε με την διάθεση μας και όχι με το ζόρι ή την βία. Θέλει να τον αγαπάμε επειδή εμείς το θέλουμε και όχι επειδή Εκείνος μας αναγκάζει. Εσύ πως με αγαπάς, επειδή η καρδούλα σου με αγαπά ή γιατί σε αναγκάζει κάποιος; 
Η μικρή Αγγελική όταν άκουσε τα λόγια αυτά από τη μαμά της, σηκώθηκε αμέσως από το τραπέζι που έτρωγε και πήγε μέσα στην αγκαλιά της μαμάς της.
-Μαμά μου, γλυκιά μου μανούλα, εσύ ξέρεις πόσο σε λατρεύω και σε αγαπώ! Δεν με αναγκάζει κανένας μανούλα μου να σε αγαπώ. Είσαι η πιο γλυκιά μαμά του κόσμου γι’ αυτό και σε λατρεύω.
Η Σοφία αγκάλιασε το μικρό της θησαυρό, τον έκλεισε σφιχτά μέσα στην αγκαλιά της και δεν χόρταινε να την γεμίζει με τα χάδια και τα φιλιά της.
Ήταν ένα καταπληκτικό θέαμα να βλέπεις μια γλυκιά μάνα να σφίγγει μέσα στην αγκαλιά της τον θησαυρό της.
Ούτε η Σοφία χόρταινε το μικρό της κοριτσάκι, μα ούτε και η μικρή Αγγελική την υπέροχη αυτή μάνα. Τέλεια εικόνα μοναδικής αγάπης και λατρείας.
Μπορεί να υπάρχουν πολλές μορφές αγάπης στη γη, πίσω από τις οποίες τρέχει ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με τις επιθυμίες του, μα πιο τέλεια αγάπη από αυτή που υπάρχει ανάμεσα σε μια μάνα και το μωρό της δεν υπάρχει πουθενά. Δεν πρόκειται για μια απλή αγάπη, αλλά για την πιο τέλεια προσωπική αγάπη που μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στους ανθρώπους.
Η πηγή της μητρικής αυτής αγάπης βρίσκεται μέσα στην καρδιά του Θεού Πατέρα και από αυτήν αντλεί την αγάπη της κάθε μάνα για να την προσφέρει στο μωρό της. Για τον λόγο αυτό, αν και λέγεται η αγάπη αυτή μητρική, είναι κατ’ ουσίαν θεϊκή. Με την ίδια μητρική λατρεία και αγάπη ο Θεός αγαπά τον κάθε άνθρωπο.
Η Αγγελική φαινόταν βυθισμένη σε σκέψεις, όταν η μαμά της της είπε πως έφτασε η ώρα να φύγει στο σχολείο. Μια καινούρια απορία όμως την βασάνιζε στο μυαλό.
-Γιατί δεν είμαστε τώρα μαμά όλοι μέσα στον παράδεισο, αφού για μας τον έφτιαξε ο καλός Θεός μας;
Η εύστοχη παρατήρηση της μικρής Αγγελικής έδωσε την ευκαιρία στη μαμά Σοφία να σκεφτεί πως θα έπρεπε σύντομα να εξηγήσει στο μικρό της κοριτσάκι την τραγική ιστορία της εξόδου των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο.
-Σήμερα το βράδυ θα σου εξηγήσω Αγγελική μου την αιτία που δεν είμαστε τώρα όλοι μέσα στον παράδεισο αλλά πρέπει να αγωνιστούμε για να γίνουμε καλοί άνθρωποι ώστε να μπούμε σ’ αυτόν. Σήμερα θα σου πω για το λάθος που έκαναν ο Αδάμ και η Εύα μέσα στον παράδεισο, ώστε να βγούνε από εκεί με αποτέλεσμα να είμαστε σήμερα όλοι οι άνθρωποι έξω απ’ αυτόν.
Η αγωνία της Αγγελικής να μάθει γι’ αυτό το γεγονός ήταν πολύ μεγάλη, μα και η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να φύγει. Φίλησε λοιπόν την μανούλα της γλυκά, πήρε την μητρική της ευχή και έφυγε για το σχολείο.

Στη χαρά του Παραδείσου

Το βράδυ ήρθε γρήγορα. Μετά το φαγητό, η Αγγελική πήρε θέση μέσα στην αγκαλιά του μπαμπά της, δίπλα από το τζάκι. Τον λάτρευε τον μπαμπά της. Ήταν γι’ αυτήν ο «βασιλιάς της». Μα και εκείνος απολάμβανε την παιδική της αγάπη και έδειχνε να είναι ο πιο ευτυχισμένος μπαμπάς του κόσμου, έχοντας στην αγκαλιά του την «μικρή του βασίλισσα».
Η μαμά Σοφία πήρε τον μικρό Ιωσήφ στην αγκαλιά της και πήγε να καθίσει και αυτή κοντά στο αναμμένο τζάκι.
Η Αγγελική, που η απορία της γιατί δεν είμαστε τώρα όλοι μέσα στον παράδεισο ήταν μεγάλη, άνοιξε πρώτη τη συζήτηση. 
-Έλα, μαμά, πες μας για τον Αδάμ και την Εύα. Έχω αγωνία να μάθω γι αυτούς. Τι συνέβη μέσα στον παράδεισο και τους έβγαλε από αυτόν ο καλός Θεός μας;
-Πριν συνεχίσω την διήγηση, θα ήθελα να μου πεις Αγγελική μου αν θυμάσαι πως έκανε ο Θεός μας τον πρώτο άνθρωπο.
-Θυμάμαι μαμά. Πήρε πρώτα χώμα από τη γη και έκανε το σώμα και μετά φύσηξε μέσα του την θεϊκή πνοή του αγίου Πνεύματος.
-Μπράβο, Αγγελική μου. Την Εύα θυμάσαι πως την έκανε;
-Ναι, αφού κοιμήθηκε ο Αδάμ πήρε κομμάτι από τη μια του πλευρά και έκανε την γυναίκα του, την Εύα.
-Πολύ σωστά. Μετά τι έκανε ο καλός Θεός μας;
-Τους ευλόγησε και τους είπε πως πρέπει να ζούνε για να είναι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
-Θυμάσαι τι τους συμβούλεψε;
-Όχι μαμά, δεν μου είπες τι τους συμβούλεψε.
-Θα συνεχίσουμε λοιπόν την διήγηση μας από αυτό το σημείο. 
Όταν ο Αδάμ είδε μπροστά του την γυναίκα που του χάρισε ο Θεός, δεν μπορούσε να κρύψει με τίποτε την χαρά και την ευτυχία του. Είχε μπροστά του έναν όμοιο με αυτόν άνθρωπο, με τον οποίο θα μπορούσε στο εξής να μιλά και να κάνει παρέα.
Από τη χαρά του δεν σταματούσε να δείχνει στην Εύα τις ομορφιές του παραδείσου. Τα ζωάκια, τους αγαπημένους του φίλους, τις λιμνούλες και τα ποταμάκια, τα όμορφα λουλουδάκια και όλα όσα στόλιζαν με την παρουσία τους τον παράδεισο.
Η Εύα φαινόταν να απολαμβάνει όλα αυτά που έβλεπε με τα ματάκια της. Πιο πολύ όμως κτυπούσε η καρδιά της από μεγάλη χαρά και αγάπη όταν έβλεπε τον αγαπημένο της Θεό.
Μα και ο Θεός δεν χόρταινε να απολαμβάνει την χαρά των παιδιών του. Τους είπε πως γι’ αυτούς έκανε τον ωραίο αυτό παράδεισο και πως το θέλημα του ήταν να τον φροντίζουν και να απολαμβάνουν τους ωραίους καρπούς από τα δένδρα, που θα είναι και η τροφή τους. Τους ζήτησε μονάχα να προσέξουν ένα δένδρο που ήταν στη μέση του παραδείσου, της γνώσης του καλού και του κακού, και να μη φάνε ποτέ από τον καρπό αυτού του δένδρου.
-Γιατί μαμά δεν ήθελε να φάνε από αυτούς τους καρπούς;
-Γιατί θα έχαναν αμέσως την αθωότητα που τους είχε δώσει το άγιο Πνεύμα, αφού στο μυαλό τους δεν θα υπήρχε πια μόνο η έννοια του καλού αλλά και η έννοια του κακού. Οπότε ο άνθρωπος δεν θα ήθελε να κάνει μόνο το καλό αλλά και το κακό. Τότε όμως δεν θα μπορούσε να ζει με άγιο τρόπο, όπως θα ήθελε ο Θεός, αλλά με πολλές αμαρτίες και κακίες που πικραίνουν τον Θεό. Αυτό θα είχε σαν συνέπεια, ο άνθρωπος να μην μπορεί πλέον να είναι κοντά στον άγιο Θεό μας, αλλά να φύγει μακριά του, οπότε θα ερχόταν και ο πνευματικός του θάνατος.
-Τι θα πει μαμά πνευματικός θάνατος;
-Θα πει, να μην ζεις μέσα στη χάρη του αγίου Πνεύματος, δηλαδή να μην νιώθεις την παρουσία του Θεού. Τότε δεν έχεις πλέον χαρά, γαλήνη και ευτυχία μέσα στην ψυχή σου αλλά θλίψη, ταραχή, αγωνία και απόλυτη πνευματική μοναξιά. 
-Πω, πω, δεν μπορώ να σκεφτώ πως θα μπορούσα να κάνω κάτι που να πικράνω τον καλό μας Θεό και να φύγω από κοντά του!
-Η εντολή αυτή του Θεού ήταν η πρώτη που έδινε στους ανθρώπους και ήθελε με αυτόν τον τρόπο να τους δοκιμάσει στην εμπιστοσύνη που του είχαν.
-Γιατί μαμά ήθελε να δοκιμάσει την εμπιστοσύνη τους;
-Γιατί στην πραγματική αγάπη, αυτός που αγαπά εμπιστεύεται τον άλλο και δεν αρνείται να κάνει κάτι που θα του ζητήσει. Μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον που δεν αγαπάς; Και αν δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς είσαι πρόθυμος να κάνεις ό,τι σου ζητήσει; 
-Όχι μαμά. Εγώ εμπιστεύομαι ό,τι μου λες και θέλω να κάνω ό,τι μου ζητήσεις, επειδή σε αγαπώ πολύ.
-Μπράβο κοριτσάκι μου. Αυτό που κάνει μια μανούλα ευτυχισμένη, είναι όταν το παιδί της την αγαπά, την εμπιστεύεται και κάνει αυτό που του λέει, γιατί ξέρει ότι είναι για το καλό του. Η χαρά μου, μωρό μου, δεν είναι τόσο μεγάλη όταν μου λες πως με αγαπάς, όσο όταν με εμπιστεύεσαι σε αυτό που σου λέω και το κάνεις με καλή διάθεση. Ακριβώς το ίδιο θέλει και από όλα του τα παιδιά ο Θεός. Να δείχνουν την αγάπη τους σ’ Αυτόν με το να τον εμπιστεύονται απόλυτα και να κάνουν το άγιο θέλημα του. Αυτό ήταν και το νόημα της πρώτης εντολής που έδωσε στον άνθρωπο. Ήθελε να δοκιμάσει την αγάπη του μέσα από την απόλυτη εμπιστοσύνη που θα του έδειχνε και την υπακοή που θα έκανε στο άγιο θέλημα του. Το κατάλαβες αυτό μωρό μου, ή θέλεις να στο εξηγήσω καλύτερα; 
-Το κατάλαβα μανούλα. Ο Θεός μας θα ήταν ευτυχισμένος αν ο άνθρωπος τον εμπιστευόταν με όλη του την καρδιά και έκανε με χαρά αυτό που θα του έλεγε.
-Μπράβο, γλυκιά μου αγάπη. Όταν ξέρεις πως αυτός που σε αγαπά, σε εμπιστεύεται ειλικρινά, τότε νιώθεις μέσα στην ψυχή σου χαρά και ευτυχία.
-Και εγώ μαμά έχω χαρά και ευτυχία, γιατί σας εμπιστεύομαι πολύ και εσένα και τον γλυκό μου πατερούλη.
Τα τελευταία λόγια της μικρής Αγγελικής προκάλεσαν την συγκίνηση και τη χαρά της μαμάς Σοφίας αλλά και του αγαπημένου της συζύγου.
Ο μεν μπαμπάς έσφιξε μέσα στην πατρική του αγκαλιά πιο σφιχτά την πανέξυπνη μικρή του βασιλοπούλα, η δε μαμά δόξασε άλλη μια φορά τον Θεό για τον μικρό της θησαυρό. 
Ζούσαν όλοι σ’ αυτό το σπίτι τη χαρά του παραδείσου από αυτήν ακόμα τη ζωή, με την αγάπη που είχαν μεταξύ τους αλλά προπάντων με την αγάπη και την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχαν στον αγαπημένο τους Θεό και τον μονογενή του υιό Ιησού Χριστό.
Η μαμά Σοφία μπορούσε να ερμηνεύει με ευκολία τα μεγάλα αυτά θέματα της πίστης, γιατί, τόσο η ίδια όσο και ο άντρα της, ζούσαν σαν σύζυγοι την χαρά και την ευτυχία μέσα από την εμπιστοσύνη που είχαν μεταξύ τους αλλά και την υπακοή που έκαναν στο άγιο θέλημα του Θεού.
Αυτά που ζούσαν οι ίδιοι ήθελαν να τα μεταφέρουν και στα δικά τους τα παιδιά. Πίστευαν πως αυτός είναι και ο βασικός ρόλος ενός καλού γονιού. Να ζει τον Θεό του και στη συνέχεια να βοηθήσει τα παιδιά του, πρώτα με το παράδειγμα του και μετά με την διδασκαλία του, να τον ζήσουν και αυτά.
Πίστευαν πως έπρεπε το κάθε παιδί να μαθαίνει πως ο πραγματικός πατέρας αλλά και στοργική μάνα της ψυχής του είναι ο ίδιος ο επουράνιος Θεός. Οι γονείς του, είναι απλά οι θεϊκές παραμάνες του Θεού, που το φροντίζουν με πολύ στοργή και αγάπη ώστε να γίνει μια μέρα το παιδί τους ένας πραγματικός άγγελος του Θεού, ένα μαργαριτάρι του ουρανού. 

Η θλίψη του Θεού στον ουρανό

Αφού ήπιαν όλοι ένα ζεστό τσάι, η μαμά Σοφία συνέχισε την διήγηση. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να βοηθήσει το παιδί της να καταλάβει το μεγάλο κακό που έκανε στον άνθρωπο η είσοδος της αμαρτίας στην ζωή του.
Η αμαρτία είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο σε μια ανθρώπινη ψυχή για να μπει στη χαρά του παραδείσου, που είναι το ουράνιο Βασίλειο του Θεού. Στο ουράνιο αυτό βασίλειο κατοικούν οι άγγελοι του Θεού και όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που αγάπησαν τον Θεό με την καρδιά τους και όσο ήταν στη γη αγωνίστηκαν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους να ζήσουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού Πατέρα τους.
Η Σοφία ήθελε να βοηθήσει τα παιδιά της να γίνουν πιστοί Χριστιανοί και μια μέρα άγιοι στον Ουρανό.
-Την χαρά του παραδείσου, Αγγελική μου, που ζούσαν οι πρωτόπλαστοι άνθρωποι, υπήρχε κάποιος που την ζήλευε πολύ και ήθελε να την καταστρέψει.
-Αλήθεια μαμά; Μα όλοι μέσα στον παράδεισο δεν ήταν αγαπημένοι και φίλοι μεταξύ τους; Ποιος ήταν αυτός που ζήλεψε;
-Υπήρχε κάποιος εκεί μέσα που δημιουργήθηκε πριν ακόμα κάνει ο Θεός όλον αυτόν τον υπέροχο κόσμο, που σου διηγήθηκα. Ήταν πρώτα άγγελος στον ουρανό και μάλιστα ο αρχηγός των αγγέλων. Το όνομα του ήταν Εωσφόρος. Αυτός όταν είδε πόση δόξα είχε ο Θεός, ζήλεψε πολύ και θέλησε να διώξει από το θρόνο του τον καλό Θεό μας και να γίνει αυτός ο θεός όλου του κόσμου.

-Πω, πω μαμά, γιατί το έκανε αυτό; Ρώτησε με έκπληξη η μικρή Αγγελική.
-Όταν παιδί μου σε κάποια ψυχή μπει ο εγωισμός και η ζήλεια, τότε η ψυχή αυτή από φωτεινή γίνεται σκοτεινή και από καλή γίνεται κακή. Τότε δεν αντέχει να μένει κοντά στον καλό Θεό μας και φεύγει πολύ μακριά του. Από εκείνη τη στιγμή δεν θέλει να κάνει πια το καλό αλλά μόνο το κακό και την αμαρτία, που πικραίνουν πολύ τον καλό Θεό μας.
-Και ο Θεός τι έκανε τότε;
-Στεναχωρήθηκε πολύ με την αχαριστία του δημιουργήματος του και το έβγαλε μέσα από το ουράνιο του βασίλειο για να μην το μολύνει. Τότε ο Εωσφόρος, από άγγελος του Θεού και φωτεινό πλάσμα, έγινε δαίμονας φριχτός με απαίσια και σκοτεινή μορφή.
-Οι άλλοι άγγελοι τι έκαναν μαμά;
-Δημιουργήθηκε στον ουρανό μεγάλη ταραχή. Ο Εωσφόρος προσπαθούσε να ξεγελάσει και τους άλλους αγγέλους για να τον ακολουθήσουν, λέγοντας τους πως θα γίνει αυτός ο θεός και θα κυβερνά όλο τον κόσμο.
Τότε ένας μεγάλος αρχάγγελος, ο Μιχαήλ, στάθηκε ανάμεσα τους και με λόγια θεϊκά τους είπε την πραγματική αλήθεια. Τους είπε πως μόνο κοντά στον αληθινό Θεό και Πατέρα τους θα ήταν απόλυτα χαρούμενοι και ευτυχισμένοι όλοι οι άγγελοι, ενώ κοντά στον αχάριστο Εωσφόρο θα ζούσαν μόνο πόνο και δυστυχία.
Ευτυχώς, οι περισσότεροι άγγελοι ακολούθησαν τον μέγα αρχάγγελο Μιχαήλ και έμειναν πιστοί στον αληθινό Θεό και δημιουργό τους. Αυτοί παρέμειναν έκτοτε καλοί και φωτεινοί άγγελοι. Οι υπόλοιποι που ξεγελάστηκαν από τα πειστικά λόγια του Εωσφόρου και τον ακολούθησαν, έγιναν δαίμονες και από ωραίοι, καλοί και φωτεινοί που ήσαν πρώτα, έγιναν τώρα πολύ άσχημοι, κακοί και σκοτεινοί. Όλοι αυτοί επέτρεψε ο Θεός να πέσουν μέσα σε ένα σκοτεινό και άθλιο μέρος, την κόλαση, και να γίνει αυτή ο τόπος της παραμονής τους. Από τότε ο Εωσφόρος και όλοι οι δαίμονες που τον ακολούθησαν έχουν σαν μοναδικό έργο να κάνουν τα αντίθετα από ότι θέλει ο καλός Θεός μας. Σαν σκοπό έχουν να παρασέρνουν στον τόπο της κόλασης που μένουν, κάθε πλάσμα του Θεού που τους πιστεύει και τους ακολουθεί στα βρώμικα έργα τους.

Όταν χάνεται η εμπιστοσύνη

-Πόσο θα στεναχωρήθηκε ο καλός Θεός μας με αυτό που έγινε! Υπάρχουν πολλοί που ακολουθούν τους κακούς δαίμονες και κάνουν ότι αυτοί τους λένε;
-Δυστυχώς πολλοί, παιδί μου. Είναι αρκετοί αυτοί που ξεγελιούνται από τον πονηρό σατανά και κάνουν πράγματα πολύ κακά.
-Και ο Αδάμ με την Εύα ξεγελάστηκαν και έκαναν κάτι κακό;
-Ναι, ξεγελάστηκαν από την πονηριά του Εωσφόρου και παράκουσαν τον καλό Θεό μας.
-Και πως εμφανίστηκε ο κακός Εωσφόρος μέσα στον παράδεισο, μαμά;
-Πήρε την μορφή του πιο έξυπνου και συνετού ζώου που υπήρχε μέσα στον παράδεισο, την μορφή του φιδιού και εμφανίστηκε στον άνθρωπο. Δεν ξέρουμε πως ήταν η πρώτη μορφή του φιδιού μέσα στον παράδεισο, γιατί άλλαξε και έγινε όπως το ξέρουμε σήμερα, μετά την κατάρα που του έδωσε ο Θεός όταν παρέσυρε τον άνθρωπο στην αμαρτία.
-Τι του είπε και τον ξεγέλασε;
-Πήγε κοντά στην Εύα, κάποια στιγμή που ήταν μόνη της, και της είπε πόσο ωραίοι και γευστικοί είναι οι καρποί από το δένδρο που τους είχε απαγορέψει ο Θεός να φάνε. Η Εύα αντέδρασε στην αρχή λέγοντας πως δεν ήθελε ο Θεός να φάνε από τον καρπό αυτού του δένδρου γιατί μόλις θα τρώγανε αμέσως θα πέθαιναν. Το φίδι όμως επέμεινε με πονηριά να της λέει πως όλα αυτά που τους είπε ο Θεός ήταν ψέματα. Δεν θα πέθαιναν, αλλά τρώγοντας από τον καρπό αυτό θα γνώριζαν το καλό και το κακό το οποίο μόνο ο Θεός γνωρίζει και έτσι θα γινόντουσαν και αυτοί πάνσοφοι όπως ο Θεός. Με λίγα λόγια, τους είπε πως μόλις φάνε από τον καρπό αυτό θα γινόντουσαν και αυτοί θεοί. 
-Τι έκανε τότε η Εύα, μαμά;
-Αυτή δεν μπόρεσε να καταλάβει την πονηριά του σατανά, που με δόλο εκείνη την στιγμή δοκίμαζε την εμπιστοσύνη της στο Θεό, και άρχισε να βαδίζει μαζί με το φίδι προς το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού. Τότε πρόσεξε για πρώτη φορά πόσο όμορφοι και μυρωδάτοι ήταν οι καρποί του. 
-Ο Αδάμ, μαμά, γιατί δεν την βοήθησε;
-Γιατί, αφ’ ενός δεν ήταν εκεί όταν ο διάβολος την πλησίασε και αφ’ ετέρου γιατί δεν πήγε η ίδια να συζητήσει μαζί του αυτά που της είπε το πονηρό φίδι. Έτσι από μόνη της και χωρίς να το προσέξει έκανε το τραγικό λάθος, να μην εμπιστευτεί στο σύντροφο της το γεγονός που της συνέβη, αλλά πήρε μόνη της την απόφαση να κάνει κάτι χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Αδάμ.
-Έφαγε δηλαδή μαμά από τον καρπό του δένδρου που τους απαγόρεψε ο Θεός μας;
-Ναι, άπλωσε το χέρι της, έκοψε από τον καρπό του δένδρου και έφαγε. Της φάνηκε πολύ νόστιμο και μυρωδάτο, γι’ αυτό και έκοψε άλλο ένα για να δώσει και στον Αδάμ να φάει.

-Ο Αδάμ, μαμά τι έκανε τότε, έφαγε και αυτός;
-Ναι, παιδί μου, ενώ στην αρχή αρνήθηκε, λέγοντας στην Εύα πως αυτό δεν ήταν το θέλημα του Θεού, βλέποντας την επιμονή της να δοκιμάσει και αυτός, το πήρε και το έφαγε. Το σχέδιο του σατανά είχε πετύχει. Όλα αυτά που υποσχέθηκε ο Θεός να δώσει στον άνθρωπο, τώρα πια δεν θα γινόντουσαν.
-Τι υποσχέθηκε μαμά ο Θεός στον άνθρωπο;
-Του είπε κοριτσάκι μου όταν τον δημιούργησε, πως τον έκανε να είναι το πιο τέλειο δημιούργημα στη γη. Τον έκανε έτσι που να μοιάζει με τον Θεό του, σαν τέλεια εικόνα δική του. Να έχει νου και λογική και να μπορεί να γίνει ένα με τον Θεό του. Να, όπως ενώνεται μέσα σε ένα ποτήρι το κρασί με το νερό και γίνεται ένα, έτσι και ο άνθρωπος, μέσα από την απόλυτη αγάπη και εμπιστοσύνη που θα είχε στον Θεό του, να γίνει ένα με Αυτόν. Αυτό είχε ζηλέψει ο σατανάς στον άνθρωπο και ήθελε οπωσδήποτε να ματαιώσει το σχέδιο αυτό του καλού Θεού μας.
- Τελικά τα κατάφερε μαμά ο σατανάς;
-Όχι τελείως. Κατάφερε βέβαια να τον βγάλει από τον παράδεισο, αλλά ο καλός Θεός μας ετοίμασε μετά από αυτό ένα σχέδιο σωτηρίας για το πλανεμένο του πλάσμα, ώστε να το επαναφέρει και πάλι κοντά του.
-Ποιο ήταν το σχέδιο αυτό μαμά;
-Θα έστελνε στη γη τον αγαπημένο του γιο Ιησού να γεννηθεί σαν άνθρωπος και να μας διδάξει με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε εμείς οι άνθρωποι να μπούμε στο βασίλειο του Θεού.
-Είναι υπέροχο αυτό μαμά και θα ήθελα πολύ να μου μιλήσεις γι' αυτό!
-Την επόμενη φορά θα σου πω γι' αυτό, για να δεις πόσο γλυκό και στοργικό ουράνιο Πατέρα έχουμε. Τώρα όμως θα συνεχίσω την διήγηση για να δεις παιδί μου τι έπαθαν οι πρωτόπλαστοι όταν έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό. Μόλις έφαγαν τον καρπό άρχισαν να νιώθουν παράξενα. Άρχισε να φεύγει η χάρη του αγίου Πνεύματος και σιγά-σιγά και η χαρά και η ειρήνη που είχαν στην καρδιά τους. Η αθωότητα της ψυχής τους χάθηκε και μια πονηριά, που ποτέ δεν είχαν μέχρι τότε, άρχισε να κυριεύει το μυαλό τους.
-Πως το κατάλαβαν αυτό, μαμά;
-Να, μόλις είδε ο ένας τον άλλο, ένιωσαν αμέσως ντροπή επειδή ήταν γυμνοί.
-Πρώτα δεν ένιωθαν ντροπή;
-Όχι, γιατί η ψυχή τους ήταν αθώα, όπως του μικρού παιδιού. Νιώθει ντροπή ο μικρός μας Ιωσήφ όταν τον πλένω γυμνό ή όταν εσύ του αλλάζεις τα ρούχα του;
-Όχι μαμά, γιατί είναι μωρό ακόμα.
-Ακριβώς έτσι ήταν στην ψυχή ο Αδάμ και η Εύα. Ήταν και οι δυο τους αθώοι σαν τα μωρά, γι’ αυτό και δεν υπήρχε μέσα τους καμιά κακία ή πονηριά. Όταν όμως έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό, έχασαν την αθωότητα τους και η γνώση του κακού και της πονηριάς είχε αρχίσει να εισχωρεί μέσα τους. Γι’ αυτό, όταν το απόγευμα εκείνης της ημέρας ήρθε ο Θεός στον παράδεισο να τους επισκεφτεί, αυτοί κρύφτηκαν ανάμεσα στα δένδρα από ντροπή.
«Που είσαι Αδάμ;» φώναξε ο Θεός. «Άκουσα την φωνή σου Κύριε και φοβήθηκα, γιατί είμαι γυμνός» του απάντησε εκείνος. «Και ποιος σου είπε ότι είσαι γυμνός, μήπως έφαγες από τον απαγορευμένο καρπό;»
Τότε, Αγγελική μου, δυστυχώς, αντί να ζητήσει συγνώμη από τον καλό Θεό μας για το λάθος που έκανε, άρχισε να δικαιολογείται.
-Τι είπε δηλαδή μαμά;
-Πως δεν φταίει αυτός που έφαγε τον καρπό αλλά η Εύα. Τότε ρώτησε ο Θεός την Εύα γιατί το έκανε αυτό. Εκείνη, αντί να ζητήσει συγνώμη που παράκουσε την εντολή του Θεού, είπε στο Θεό πως έφταιγε το φίδι που την ξεγέλασε.
-Θα στεναχωρήθηκε πολύ ο καλός Θεός μας με την συμπεριφορά τους αυτή, έτσι δεν είναι μανούλα;
-Ναι, μωρό μου, πάρα πολύ στεναχωρήθηκε, όχι μόνο γιατί μόλυνε ο άνθρωπος την ψυχή του με το κακό και την πονηριά αλλά και γιατί δεν είχε την ευγένεια να ζητήσει συγνώμη για το λάθος του για να τον συγχωρήσει.
-Τι έκανε τότε ο Θεός μαμά;
-Αποφάσισε να τους βγάλει έξω από τον παράδεισο.
-Πω, πω μαμά, πόσο στεναχωρήθηκα τώρα! Γιατί έπρεπε να τους διώξει από τον παράδεισο; 

-Επειδή είχε μολυνθεί πλέον η ψυχή του ανθρώπου από την αμαρτία και ο σατανάς με την πονηριά και την κακία του είχε πλέον εξουσία πάνω στον άνθρωπο, οπότε το κακό θα διαιωνιζόταν μέσα στον παράδεισο. Τότε ο παράδεισος δεν θα ήταν τόπος χαράς και ευτυχίας αλλά πονηριάς και κακίας. 
Είδες, γλυκό μου κοριτσάκι τι κακό έφερε στον άνθρωπο η έλλειψη εμπιστοσύνης και υπακοής στον καλό Θεό μας;
-Ναι, μανούλα. Όμως, πόσο λυπάμαι τον Αδάμ και την Εύα, πρέπει να ήταν πολύ δυστυχισμένοι!
-Πράγματι ήταν πολύ δυστυχισμένοι. Ήδη στην καρδιά τους δεν υπήρχε πλέον η χαρά και η ειρήνη αλλά ο πόνος, η θλίψη και η ταραχή που φέρνει η αμαρτία.
-Έτσι ζούσαν στο εξής, μαμά, όλοι οι άνθρωποι;
-Ναι μωρό μου, μέχρι τη στιγμή εκείνη που ο Θεός από ευσπλαχνία στα πληγωμένα από το σατανά παιδιά του θα εφάρμοζε το σχέδιο της σωτηρίας τους που είχε αποφασίσει.
-Ποιο ήταν μανούλα μου το σχέδιο του καλού Θεού μας για τη σωτηρία του ανθρώπου;
-Τώρα, κοριτσάκι μου, είναι αργά και ήδη φαίνεσαι λίγο κουρασμένη. Θα πάμε όλοι να κοιμηθούμε και αύριο θα συνεχίσουμε την διήγηση μας. Καληνύχτα μωρό μου.
-Καληνύχτα μανούλα και σ’ ευχαριστώ για όλα όσα έμαθα σήμερα από σένα. Καληνύχτα γλυκέ μου Θεούλη! Σε πιστεύω, σε λατρεύω και σε αγαπώ!



Printfriendly